Γεννήθηκα στον Πειραιά. Εκεί μεγάλωσα, εκεί πήγα σχολείο, από εκεί έχω τις ωραιότερες αναμνήσεις.
Ο πατέρας μου ήταν ναυτικός και η μητέρα μου μια δυναμική γυναίκα που «κρατούσε» το σπίτι.
Γιατί τα αναφέρω αυτά;
Γιατί τα συγκεκριμένα στοιχεία ήταν εκείνα που καθόρισαν τον άνθρωπο που είμαι σήμερα κι έπαιξαν τον σημαντικότερο ρόλο στη διαμόρφωση του χαρακτήρα μου.
Ο πατέρας μου, ως ναυτικός, έλειπε πολύ συχνά από το σπίτι και για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Παρά την απουσία του, όμως, η εικόνα της μαμάς και η δυναμική της φιγούρα διατηρούσε τις ισορροπίες.
Ο τρόπος με τον οποίο διαχειριζόταν τα πράγματα ήταν η απόδειξη της φράσης «μια γυναίκα μπορεί», και πως δεν χρειάζεται απαραίτητα η παρουσία ενός άνδρα για να διευθετηθούν κάποιες καταστάσεις.
Στο σπίτι ήμασταν μόνο γυναίκες. Η μητέρα μου, η αδερφή μου, εγώ και η γιαγιά μας. Μεγαλώσαμε με το σκεπτικό ότι μόνες μας έπρεπε να βρίσκουμε τις λύσεις για τα προβλήματά μας. Να τα συζητάμε και να τα λύνουμε όλες μαζί!
Μη θεωρείτε πως αυτό ήταν εύκολο. Η απουσία της πατρικής φιγούρας κι ενός άνδρα μέσα στο σπίτι, είχε τα αρνητικά του.
Σαφώς και υπήρξαν δύσκολες ημέρες. Η ζωή δεν είναι εύκολη. Όμως, παρά την απουσία του μπαμπά, παραμέναμε οικογένεια! Μια πολύ δεμένη οικογένεια η οποία μέχρι σήμερα έχει ως σύνθημα της το «όλοι μαζί μπορούμε να τα καταφέρουμε». Ήμασταν μια ομάδα!
Μ’ αυτόν τον τρόπο είχα μάθει να ζω και μ’ αυτόν τον τρόπο λειτουργώ έως σήμερα. Ακόμα και στις επαγγελματικές συνεργασίες μου.
Πίστευα και πιστεύω πως μόνοι μας δεν μπορούμε να πετύχουμε τίποτα!
Στόχος της ζωής μου, μεγαλώνοντας, ήταν να μπορέσω κάποια στιγμή να είμαι ανεξάρτητη. Να βγάζω τα δικά μου χρήματα και να ανταποδώσω στους γονείς μου τη θυσία που έκαναν.
Στον πατέρα μου, ο οποίος ήταν συνεχώς στη θάλασσα μέσα σ’ ένα καράβι για να ζούμε εμείς καλά, και στη μητέρα μου, που ήταν δίπλα μου παντού και πάντα! Σε όποια δυσκολία τύχαινε. Σε κάθε στιγμή που έλεγα «δεν μπορώ» ή «θα τα παρατήσω».
Ήξερα πως όταν θα άνοιγα την πόρτα του σπιτιού και θα συζητούσα μαζί της κάθε τι που με προβλημάτιζε, στη συνέχεια θα ένιωθα έτοιμη να κατακτήσω όλο τον κόσμο. Να πετύχω τα πάντα.
«Μπορείς», μού έλεγε. «Δεν θα τα παρατήσεις!».
Αυτές οι φράσεις θεωρώ πως ήταν και η αρχή της επιτυχίας μου!
Τη δύναμη που είχε η μαμά μου προσπαθώ να τη «μεταδώσω» κι εγώ στη δική μου οικογένεια. Να είμαι εξίσου άξια μητέρα για τα παιδιά μου. Όπως ήταν και η δική μου, τη θυσία της οποίας, όπως φυσικά και του πατέρα μου, την κατάλαβα όταν έφερα στον κόσμο τις κόρες μου.
Τότε συνειδητοποίησα πόσο πολύ έχουν κοπιάσει και οι δυο προκειμένου εγώ και αδερφή μου να καταφέρουμε κάποια πράγματα.
Ζούσαμε μ’ έναν μισθό, όμως, οι δικοί μας μάς έμαθαν -και κυρίως μάς έκαναν να νιώθουμε- πως η οικονομική μας κατάσταση δεν μπορούσε να σταθεί εμπόδιο στο να αποκτήσουμε τα απαραίτητα εφόδια στη ζωή μας.
Αυτό δημιουργούσε σε μένα ένα τεράστιο αίσθημα ευθύνης. Σκεφτόμουν πως από την στιγμή που οι γονείς μου είχαν θυσιάσει κάποια πράγματα, όφειλα να πετύχω! Να μην κάνω στιγμή πίσω! Να ξεπεράσω κάθε εμπόδιο που θα έβρισκα στον δρόμο μου.
Και στο ξεκίνημα βρήκα πολλά. Όμως αυτά, ήταν ένα επιπλέον κίνητρο να πετύχω ακόμα περισσότερα πράγματα.
Κάθε φορά που διαπίστωνα πως κάποιοι αμφισβητούσαν τις ικανότητές μου, τότε αποφάσιζα να μαθαίνω μια ξένη γλώσσα. Το έβλεπα εγωιστικά και έλεγα στον εαυτό μου. «Εσείς με αμφισβητείτε και μου λέτε ότι μπορεί να μην έχω θέση στον χώρο του ποδοσφαίρου, αλλά εγώ, με “όπλο” την γνώση και την μόρφωση, θα σας “πολεμήσω”».
Μ’ αυτόν τον τρόπο με είχε μάθει η οικογένειά μου να «πολεμάω» κι αυτόν χρησιμοποιούσα!
Επίσης, με είχε μάθει να είμαι εργατική. Να δουλεύω σκληρά για όσα θέλω να κατακτήσω.
Μόλις τελείωσα το σχολείο και ξεκίνησα τις σπουδές μου, επί δύο χρόνια το πρωί πήγαινα στη δουλειά, στη συνέχεια έπαιρνα το τρένο για να πάω στην Κηφισιά, όπου ήταν το Πανεπιστήμιο στο οποίο ήμουν φοιτήτρια, και το βράδυ γυρνούσα στο σπίτι για να διαβάσω και να ξεκουραστώ εν όψει της επόμενης ημέρας.
Τότε, εργαζόμουν στην ομάδα της Χαλκηδόνας. Μια δουλειά που προέκυψε όταν ο θείος μου, Βασίλης Κοντοβαζαινίτης, είχε μάθει λόγω της γνωριμίας του με τον κ. Σπανό, ότι ο σύλλογος αναζητούσε μια υπάλληλο για την γραμματεία.
Με σύστησε στον κ. Σπανό και στην συνέχεια ρώτησε την μητέρα μου αν θα ήθελα να πάω. Είπα αμέσως «ναι», γιατί για μένα αυτή η δουλειά ήταν η ευκαιρία να βγάζω τα δικά μου χρήματα και να είμαι ανεξάρτητη.
Εκείνη την εποχή δεν περνούσε καν από το μυαλό μου να μείνω στον χώρο του ποδοσφαίρου, πόσο μάλλον να κάνω καριέρα σ’ αυτόν.
Ναι μεν παρακολουθούσα το άθλημα και ενδιαφερόμουν, αλλά, οι επαγγελματικές μου βλέψεις μου ήταν εντελώς διαφορετικές.
Σκεφτόμουν να εργαστώ ως σύμβουλος επιχειρήσεων.
Δεν θυμάμαι πώς κι ούτε τον λόγο για τον οποίο αποφάσισα να μείνω τελικά στον χώρο του ποδοσφαίρου. Απλά έμεινα…
Τα πρώτα χρόνια ήμουν «έξω από τα νερά μου». Λόγω χαρακτήρα; Λόγω των αρχών που είχα από το σπίτι μου; Λόγω των φιλοδοξιών που είχα για τον εαυτό μου; Δεν ξέρω…
Μάλλον ήταν ο συνδυασμός όλων αυτών των στοιχείων.
Ωστόσο, ήμουν φιλόδοξη. Ήθελα πάντα να πηγαίνω μπροστά και να πετυχαίνω τους στόχους μου. Μόλις πετύχαινα τον πρώτο, έθετα αμέσως τον επόμενο. Ήθελα να κάνω ένα βήμα παραπάνω και να μαθαίνω.
Στις αρχές, στην Χαλκηδόνα ήμουν στην γραμματειακή υποστήριξη, όμως, ποτέ δεν είπα όχι στο να κάνω οποιαδήποτε άλλη δουλειά μου ανέθεταν. Και φυσικά, πάντα ρωτούσα για να μάθω.
Θυμάμαι χαρακτηριστικά έναν λογιστή που εργαζόταν εκείνη την περίοδο στην ομάδα στον οποίο συνέχεια έκανα ερωτήσεις για τη δουλειά. Κάποια στιγμή ο άνθρωπος δεν άντεξε και μού είπε. «Κάτια δεν μπορώ άλλο με τις ερωτήσεις σου! Όλα θέλεις να τα μαθαίνεις;».
«Σάς πειράζει να μου λέτε;», του απάντησα. «Εγώ θέλω απλά να μαθαίνω».
Ήθελα να γνωρίζω ό,τι αφορούσε τη δουλειά μου.
Σταδιακά, διαπίστωσα ότι στον χώρο του ποδοσφαίρου δεν υπήρχαν πολλοί άνθρωποι με μόρφωση και γνώση ξένων γλωσσών. Είδα, λοιπόν, πως λόγω των σπουδών που είχα κάνει και των γνώσεων που είχα, αν εργαζόμουν σκληρά, θα υπήρχε αρκετός χώρος για να διακριθώ.
Έτσι, άρχισα να δουλεύω ακόμα περισσότερο, φροντίζοντας παράλληλα να εμπλουτίζω τις γνώσεις μου σε διάφορα θέματα που αφορούσαν στη δουλειά μου.
Μάλιστα, αντί για αύξηση του μισθού, πρότεινα στην ομάδα να μου καλύπτει τα έξοδα, άλλες φορές για την εκμάθηση ξένων γλωσσών κι άλλες για τη συμμετοχή μου σε επιμορφωτικά σεμινάρια.
Ο κ. Σπανός ήταν πολύ θετικός σ΄αυτό, γιατί έβλεπε πως οτιδήποτε παραπάνω μάθαινα, θα βοηθούσε στην προσωπική μου εξέλιξη και ταυτόχρονα στην εξέλιξη του συλλόγου.
Κάποια στιγμή, το 2000 αν θυμάμαι καλά, αποφάσισα να στείλω ένα γράμμα στην Γιουβέντους στον -τότε γενικό διευθυντή- κ. Τζιράουντο, από τον οποίο ζητούσα να με δεχτεί για κάποιες ημέρες στην Ιταλία, προκειμένου να κάνω εκπαίδευση σ’ ένα από τα τμήματα του συλλόγου.
Δεν θεώρησα σίγουρο ότι το αίτημά μου θα γινόταν δεκτό, αλλά εγώ, τόλμησα να κάνω την κίνηση.
Μετά από κάποιες εβδομάδες η Γουβέντους μού απάντησε θετικά, κι έτσι, το φθινόπωρο του ίδιου έτους έκανα το ταξίδι για την Ιταλία.
Όταν έφτασα στο Τορίνο, το πρώτο εικοσιτετράωρο έμεινα μέσα στο δωμάτιο του ξενοδοχείου. Ένιωθα φοβισμένη και αγχωμένη στην σκέψη και μόνο ότι θα περνούσα την πόρτα ενός τόσο μεγάλου συλλόγου.
Όταν με πήραν τηλέφωνο οι δικοί μου από την Ελλάδα να με ρωτήσουν για τις εντυπώσεις μου, εγώ δεν είχα πάει ακόμα στα γραφεία της ομάδας. «Καλά -μού είπαν- δεν πήγες ακόμα στο ραντεβού για τη συνέντευξη; Δεν μπορώ να το κάνω -τους απάντησα- θα μπω στο αεροπλάνο και θα γυρίσω πίσω!».
Τόσο η αδερφή μου, όσο και η μητέρα μου με τις οποίες μίλησα, μου επισήμαναν πως βρισκόμουν μπροστά σε μια μεγάλη ευκαιρία που ίσως να μην είχα ποτέ ξανά. «Βγες έξω κάνε μια βόλτα, πάρε λίγο αέρα και θα δεις πως όλα θα πάνε καλά», μου είπαν και οι δυο κι αυτό έκανα.
Το βράδυ δεν έκλεισα μάτι από την αγωνία, όμως, την επόμενη μέρα είπα στο εαυτό μου: «Εδώ που έφτασες δεν σε… παίρνει να γυρίσεις πίσω στην Ελλάδα. Δεν επιτρέπεται να εγκαταλείψεις την προσπάθεια!».
Ετοιμάστηκα, λοιπόν, και πήγα στα γραφεία της Γιουβέντους. Όταν βρέθηκα εκεί και με ρώτησαν τί ακριβώς ήθελα να κάνω, στην αρχή δεν μπορούσα να βρω εύκολα τις λέξεις για να απαντήσω.
«Κάτια θα γίνεις ρεζίλι», είπα από μέσα μου, αλλά στη συνέχεια βρήκα το θάρρος να μιλήσω και να πω αυτά που ήθελα.
Έμεινα στην Ιταλία για δύο εβδομάδες. Με έβαλαν στο τμήμα μάρκετινγκ και, επειδή εκείνη την περίοδο η Γιουβέντους σχεδίαζε το πρότζεκτ για το καινούργιο της γήπεδο, είχα τη δυνατότητα να δω από κοντά αρκετά πράγματα.
Ήταν μια εξαιρετική εμπειρία μέσα από την οποία έμαθα για τη δουλειά μου κυρίως, όμως, έμαθα για τον εαυτό μου. Τί μπορούσα να κάνω, και μέχρι πού μπορούσα να φτάσω.
Επέστρεψα στην Αθήνα πιο δυνατή, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει πως δεν υπήρξαν στιγμές που γυρνούσα στο σπίτι μου από τη δουλειά κλαίγοντας και με την απορία αν μπορούσα να τα καταφέρω στον χώρο του ελληνικού ποδοσφαίρου. Παρατηρούσα ότι όλα όσα είχα δει στην Ιταλία, δεν μπορούσαν να εφαρμοστούν στην Ελλάδα.
Ήλπιζα, όμως, πως κάποια στιγμή θα μπορούσα να περάσω στον δικό μας σύλλογο τη νοοτροπία που υπήρχε στον οργανωτικό τομέα της Γιουβέντους.
Στόχος άλλωστε του κ. Σπανού ήταν να εξελιχθεί το σωματείο, και βάσει αυτού έκανε και τις επιλογές των συνεργατών του. Μεταξύ αυτών, κι εγώ.
Θεωρώ πως εκτός των άλλων επιτυχιών που έχει σημειώσει ο Ατρόμητος με την πάροδο του χρόνου, είναι και το γεγονός ότι πέτυχε να δημιουργήσει ένα νέο διοικητικό στέλεχος.
Κάτι που συνεχίζει να κάνει μέχρι και σήμερα, με τη βοήθεια που προσφέρει για την επαγγελματική εξέλιξη των ανθρώπων που εργάζονται στον σύλλογο.
Για να είμαι ειλικρινής, αν δεν υπήρχε αυτό το υγιές και οικογενειακό εργασιακό περιβάλλον στην ομάδα, δεν ξέρω αν θα συνέχιζα να είμαι στον χώρο του ποδοσφαίρου. Είχα απογοητευτεί πολλές φορές από τη γενικότερη εικόνα του στην Ελλάδα, κι είχα αναρωτηθεί άλλες τόσες μήπως τελικά έχανα τον χρόνο μου.
Τον πρώτο καιρό της ενασχόλησής μου, ήμουν… αόρατη για τους ανθρώπους που δεν ήταν στην ομάδα. Έτσι τουλάχιστον ένιωθα εγώ. Αόρατη!
Μου έδιναν την εντύπωση πως ενώ με σέβονταν, δεν τους ένοιαζε ο λόγος μου. Αυτό μπορεί να οφειλόταν στο νεαρό της ηλικίας μου ή και στο γεγονός ότι ήμουν γυναίκα. Δεν ξέρω…
Τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν όταν άρχισε να εξελίσσεται και η ομάδα. Άρχισαν να αντιλαμβάνονται πως πίσω από αυτή την εξέλιξη, εκτός από τον πρόεδρο, που ήταν ένας υγιής ιδιοκτήτης, υπήρχε και κάποιος άλλος άνθρωπος που είχε συμβάλλει στη οργάνωση του σωματείου. Κάποιος που έχει δουλέψει γι’ αυτό.
Η αλήθεια είναι πως πέρασε πολύς καιρός μέχρι να το καταλάβουν.
Γενικότερα πάντως, στον χώρο του ποδοσφαίρου τα πράγματα είναι πολύ καλύτερα, τουλάχιστον σε επίπεδο διοίκησης.
Σ΄αυτό ίσως να έχει βοηθήσει το γεγονός ότι μπήκαν περισσότερα νέα στελέχη, μεταξύ αυτών και κάποιες γυναίκες. Όχι βέβαια τόσες όσες θα μπορούσαν να υπάρχουν.
Αν και στον χώρο του ποδοσφαίρου υπάρχουν πολλές και αξιόλογες γυναίκες που μπορούν να αναλάβουν διοικητικά πόστα, για την ώρα εξακολουθούν να τους δίνουν θέσεις “caring” . Φροντίδας, δηλαδή. Πιθανόν γιατί πολλοί βλέπουν το ποδόσφαιρο μόνο ως ένα παιχνίδι με κανόνες.
Το ποδόσφαιρο, όμως, δεν είναι μόνο ένα παιχνίδι που παίζεται στο γήπεδο. Είναι και διοίκηση, κι από την στιγμή που οι σύλλογοι είναι Ποδοσφαιρικές Ανώνυμες Εταιρείες, είναι και επιχειρήσεις.
Και οι γυναίκες είναι σε θέση να διοικήσουν επιχειρήσεις!
Στη δική μου περίπτωση, από την στιγμή που εκλέχθηκα στη θέση της αναπληρώτριας προέδρου της Σούπερ Λιγκ, ένα από τα πράγματα που έχω στο μυαλό μου, κι ελπίζω μελλοντικά να πετύχουμε, είναι να δημιουργήσουμε καλύτερους φιλάθλους.
Να μάθουμε, αρχικά στα παιδιά, τί είναι το ποδόσφαιρο και ποιοι είναι οι κανόνες του. Τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να συμπεριφερόμαστε μέσα στο γήπεδο. Τις επιπτώσεις που υπάρχουν όταν καταστρέφεται η περιουσία του άλλου.
Το θέμα είναι κοινωνικό και αφορά την παιδεία. Αν γίνει μια προσπάθεια απ’ όλους όσοι ασχολούμαστε με το άθλημα και συνεργαστούμε, μπορούμε να αλλάξουμε τη νοοτροπία που υπάρχει. Γνωρίζω πως αυτό είναι πολύ δύσκολο να το πετύχουμε. Ότι είναι ένα όνειρο απατηλό που θέλει πολύ δουλειά για να γίνει πραγματικότητα. Μπορούμε, όμως, να προσπαθήσουμε!
Δυστυχώς στην χώρα μας υπάρχουν πολλά κοινωνικά φαινόμενα που «σκάνε» μέσα στον χώρο του ποδοσφαίρου και δεν αφορούν το άθλημα.
Εκτός από τη δημιουργία νέων φιλάθλων, πρέπει επίσης, άπαντες να καταλάβουμε το εξής: η τοξικότητα που υπάρχει στο ελληνικό ποδόσφαιρο και η μεγάλη αντιπαλότητα, δεν ωφελεί κανέναν! Δεν υπάρχει περίπτωση να κερδίσει κανείς τίποτα! Το μόνο που μπορεί να κερδίσει, είναι οι εντυπώσεις για το ποιος θεωρεί ότι είναι κυρίαρχος.
Στην ουσία, όμως, όλοι θα είμαστε χαμένοι. Με πρώτο, το ίδιο το άθλημα. Το ποδόσφαιρο!
Πρέπει να καταλάβουμε πως και η αντιπαλότητα έχει τα όριά της. Μη το… τερματίζουμε συνεχώς!
Σ’αυτό θα πρέπει να συμβάλλουν και τα ΜΜΕ. Κάποια στιγμή είχα πει σε παράγοντες ομάδων που έχουν Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης πως καλό θα ήταν αυτά να αξιοποιούνται για την ανάδειδη και στην στήριξη του αθλήματος και όχι για την όξυνση των μεταξύ τους αντιπαραθέσεων.
Στο ποδόσφαιρο γίνονται και θετικές ενέργειες που αξίζουν προσοχής και προβολής. Όπως για παράδειγμα η συμμετοχή ομάδων της Σούπερ Λιγκ στην εκστρατεία ενημέρωσης από το «Χαμόγελο Του Παιδιού» για την ανεύρεση ανηλίκων παιδιών που εξακολουθούν να αγνοούνται.
Δεν γίνεται να προβάλλονται συνεχώς τα άσχημα, ούτε να μιλάμε συνεχώς για τους διαιτητές και τη διαιτησία. Όπως σ’ όλους τους επαγγελματικούς χώρους, έτσι και σ΄αυτόν, υπάρχουν άνθρωποι καταρτισμένοι, άνθρωποι που κάνουν σωστά τη δουλειά τους, άνθρωποι που μπορεί να βρεθούν σε άσχημη μέρα, άνθρωποι που μπορεί να υποπέσουν σε λάθη.
Οφείλουμε να εξετάζουμε και τον ανθρώπινο παράγοντα. Μην είμαστε τόσο καχύποπτοι.
Πρέπει όλοι να βοηθήσουμε στη βελτίωση της εικόνας του ποδοσφαίρου και την ανάπτυξή του.
Όχι μόνο στην κατηγορία των ανδρών αλλά και σ΄αυτήν των γυναικών.
Πριν από μερικούς μήνες είχαμε κάνει μια συζήτηση με τον Υφυπουργό Αθλητισμού, κ. Αυγενάκη για το θέμα του ποδοσφαίρου γυναικών, και λέγαμε ότι οι γυναικείες ομάδες ίσως πρέπει να ενταχθούν στα τμήματα των ΠΑΕ.
Να εφαρμοστεί, δηλαδή, το σχέδιο που υπάρχει και στο εξωτερικό. Νομίζω πως αυτός είναι ο καταλληλότερος τρόπος για την ανάπτυξη του ποδοσφαίρου γυναικών στην Ελλάδα. Δεν είναι, όμως, ο μοναδικός. Υπάρχουν κι άλλοι.
Θα μπορούσε για παράδειγμα να τεθεί ως προϋπόθεση για την αδειοδότηση μιας ομάδας και την συμμετοχή της στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις, η δημιουργία ποδοσφαιρικού γυναικείου τμήματος σ΄ αυτήν. Ή να δοθούν οικονομικά κίνητρα στους συλλόγους που σκέφτονται να δημιουργήσουν γυναικεία τμήματα ποδοσφαίρου.
Υπάρχουν τρόποι για να βοηθήσουμε στην ανάπτυξη που ποδοσφαίρου γυναικών. Αρκεί να θέλουμε.
Προσωπικά είμαι αισιόδοξη για το μέλλον. Βλέπω πως στην εποχή που ζούμε, τα κορίτσια ενδιαφέρονται πολύ για το άθλημα και υπάρχουν πολλές ταλαντούχες παίκτριες.
Αν δείξουμε την απαιτούμενη προσοχή στις μικρότερες ηλικίες, γιατί όλα ξεκινούν από τις ακαδημίες, και βάλουμε ένα πλαίσιο, τότε θα μπορέσουμε να κάνουμε μια καλή αρχή.
Γενικά το ποδόσφαιρο είναι ένα άθλημα που με απασχολεί πολλές ώρες. Κάθε μέρα, όλη μέρα! Βρίσκεται παντού!
Μέσα στην οικογένεια μου, αφού η αδερφή μου εργάζεται στην ποδοσφαιρική ομοσπονδία και ο γαμπρός μου ήταν στον χώρο της διαιτησίας, αλλά και μέσα στο σπίτι μου μιας και ο σύζυγός μου είναι κι αυτός άνθρωπος του ποδοσφαίρου.
Κάποιες φορές σκέφτομαι πως μάλλον δεν είναι και τόσο εύκολο για κάποιον να βλέπει όλη την ώρα την σύντροφό του σ’ έναν χώρο με τόσο μεγάλο ανδρικό πληθυσμό.
Θα πρέπει να είσαι ένας πολύ κατασταλαγμένος άνθρωπος για να το δεχτείς. Να έχεις προσωπικότητα και ανοιχτό μυαλό. Να έχεις όρια. Να σέβεσαι αυτό που κάνει ο άνθρωπός σου και να θαυμάζεις όσα έχει πετύχει. Νομίζω ότι ο σύζυγός μου τα διαθέτει όλα!
Όσο καιρό θα βρίσκομαι στο χώρο του ποδοσφαίρου, είτε από το διοικητικό πόστο στο οποίο είμαι σήμερα, είτε από κάποιο άλλο, θα προσπαθήσω να συμβάλλω τα μέγιστα για τη δημιουργία κάποιου έργου.
Να προσφέρω και να δώσω το καλύτερο που μπορώ. Να θυμάται ο κόσμος, οι φίλαθλοι κι όλοι ασχολούνται με το άθλημα, ότι τον καιρό που η Κάτια Κοξένολγου ήταν μέσα σ΄αυτόν τον χώρο, άφησε κάτι.
Μικρό; Μεγάλο; Δεν έχει σημασία.
Αρκεί να μείνει κάτι!
Η Κάτια Κοξένογλου είναι αναπληρώτρια πρόεδρος της Σούπερ Λιγκ και Α΄αντιπρόεδρος της ΠΑΕ Ατρόμητος.